θρέψεως

θρέψεως
θρέψεω̆ς , θρέψις
nourishing
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροφικός — ή, ό / τροφικός, ή, όν, ΝΜΑ [τροφή] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θρέψη (α. «τροφικές διαταραχές» διαταραχές που οφείλονται σε τοπικές ή γενικές βλάβες τής θρέψεως ιστών ή οργάνων β. «τροφική δηλητηρίαση» δηλητηρίαση οφειλόμενη στη… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου, Ιωάννης — (Λάρισα 1892 – Αθήνα 1971). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Βερολίνου. Υπήρξε διαδοχικά βοηθός, επιμελητής, υφηγητής και καθηγητής (1948) στην έδρα της φυτοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”